- Σεβασμιότης
- Σεβασμ-ιότης, ητος, ἡ, Reverence, as a title, PMasp.1.28 (vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Σεβασμιότης — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεβασμιότησι — Σεβασμιότης fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεβασμιότητα — Σεβασμιότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεβασμιότητας — Σεβασμιότης fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεβασμιότητι — Σεβασμιότης fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεβασμιότητος — Σεβασμιότης fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβασμιότητα — η / σεβασμιότης, ητος, ΝΜΑ [σεβάσμιος] 1. η ιδιότητα τού σεβάσμιου 2. ιερότητα, αγιοσύνη νεοελλ. μσν. (στον λόγιο τ. σεβασμιότης) τίτλος και προσφώνηση επισκόπου («η Αυτού Σεβασμιότης ο Μητροπολίτης Κορινθίας») … Dictionary of Greek
Archbishop Iakovos of America — Archbishop Iakovos (July 29, 1911 April 10, 2005) (Greek: Ιάκωβος , born Demetrios Coucouzis, Δημήτριος Κουκούζης ) [ [http://www.worldwhoswho.com/views/entry.html?id=iak 0003 IAKOVOS, Archbishop] International Who s Who. Accessed September 1,… … Wikipedia